- δικόγραφο
- τοδικαστικό έγγραφο με το οποίο διενεργείται μια δικαστική πράξη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δικόγραφο — το έγγραφο που απευθύνεται στο δικαστήριο ή εγχειρίζεται σε διάδικο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek
αγωγή — I Η εξελικτική διαμόρφωση της προσωπικότητας του ανθρώπου, μέσω της επίδρασης που ασκεί το φυσικό και κυρίως κοινωνικό περιβάλλον πάνω στις βιολογικές καταβολές του ατόμου. Συνεπώς, η α., όσο και η ίδια η ζωή του ανθρώπου, υπογραμμίζει την… … Dictionary of Greek
εφετήριο — το (ενν. έγγραφο) το δικόγραφο με το οποίο γίνεται η έφεση. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση ξεν. όρου (πρβλ. ιταλ. atto di appello). Η λ. μαρτυρείται από το 1838 στο Λεξικόν Ελληνικής Νομοθεσίας τού Δ. Μ. Βίκη] … Dictionary of Greek
κατηγορία — Ενοχοποίηση, μομφή· σύνολο ομοιογενών πραγμάτων. (Νομ.) Σύμφωνα με τη νομική ορολογία, ο όρος κ. αναφέρεται στην απόδοση μιας οποιασδήποτε ενοχής σε κάποιον. Ειδικότερα, σημαίνει την αποδιδόμενη υπαιτιότητα για κάθε πράξη που διώκεται ποινικώς… … Dictionary of Greek
κοινοποιώ — (AM κοινοποιῶ, έω) [κοινοποιός] κάνω κάτι δημόσια γνωστό, γνωστοποιώ, ανακοινώνω, κοινολογώ (α. «κοινοποίησε τους αρραβώνες του» β. «η απόφαση τής κυβέρνησης θα κοινοποιηθεί αύριο» γ. «κοινοποιήθηκε σήμερα ο πλειστηριασμός» δ. «κοινοποιεῖ τήν… … Dictionary of Greek
πρόκληση — η / πρόκλησις, εως, ΝΑ και ιων. τ. γεν. ιος, Α [προκαλῶ] 1. η ενέργεια τού προκαλώ, σκόπιμη ή ακούσια ενέργεια που προκαλεί, επιθετική στάση, ερεθισμός (α. «η επίδειξη τού πλούτου είναι πρόκληση για τους φτωχούς» β. «τα όσα δημοσιεύθηκαν στις… … Dictionary of Greek
κοινοποιώ — κοινοποίησα, κοινοποιήθηκα, κοινοποιημένος 1. φέρω σε γνώση του κοινού, ανακοινώνω: Κοινοποίησε την απόφασή του σ όλους τους γνωστούς. 2. επιδίδω σε κάποιον δημόσιο έγγραφο ή δικόγραφο: Του κοινοποιήθηκε η απόλυσή του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)